- φελλίνας
- ὁ, Α1. ελαφρύς σαν τον φελλό2. είδος παρυδάτιου πτηνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κατάλ. -ινης / -ινᾶς, άλλη μορφή τής κατάλ. -ινος, κατά τα αρσ. σε -ης (πρβλ. κερατ-ίνας / κερατίνης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φελλίνας — φελλίνᾱς , φέλλινος made of cork fem acc pl φελλίνᾱς , φέλλινος made of cork fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)